- ἀπάτωρ
- 540 ἀπάτωρ{сущ., 1}без отца, происходящий от неизвестного отца, не записанного в родословных книгах (Евр. 1:3).*
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией. — Житомир, Украина. Виктор Журомский. 2006.
απάτωρ — ἀπάτωρ ( ορος), ο (AM) [πατήρ] 1. ο χωρίς πατέρα, ο ορφανός από πατέρα 2. (για θεότητες) χωρίς πατέρα, αυτογέννητος «αὐτοπάτωρ, ἀπάτωρ» (Ορφικά), «ἀπάτωρ, ἀμήτωρ» (Νόννος) 3. (για τον Χριστό) «ἀπάτωρ κάτω, ἀμήτωρ ἄνω» χωρίς επίγειο πατέρα, χωρίς… … Dictionary of Greek
ἁπάτωρ — ἀπάτωρ , ἀπάτωρ without father masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτωρ — without father masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κἀπάτωρ — ἀπάτωρ , ἀπάτωρ without father masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπατόρων — ἀπάτωρ without father masc/fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορα — ἀπάτωρ without father masc/fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορας — ἀπάτωρ without father masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορες — ἀπάτωρ without father masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορι — ἀπάτωρ without father masc/fem dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορος — ἀπάτωρ without father masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπάτορ' — ἀπάτορα , ἀπάτωρ without father masc/fem acc sg ἀπάτορι , ἀπάτωρ without father masc/fem dat sg ἀπάτορε , ἀπάτωρ without father masc/fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)